βεζιρεία

βεζιρεία
και βεζυρεία, η
1. το αξίωμα και η έδρα του βεζίρη
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει κάποιος το αξίωμα του βεζίρη
3. μία από τις στενές πλευρές που έχει το κότσι, ο αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεζίρης. Ο τ. βεζυρεία μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”